- παντρεύομαι
- 1) allier2) caser
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
παντρεύομαι — παντρεύομαι, παντρεύτηκα, παντρεμένος βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: παντρεύομαι : χρησιμοποιείται ως παθητικό του παντρεύω μόνο για την έννοια → συνταιριάζω. Αλλιώς σημαίνει → έρχομαι σε γάμο με κάποιον (ή κάποια) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξαναπαντρεύομαι — παντρεύομαι ξανά, έρχομαι σε δεύτερο γάμο … Dictionary of Greek
Den Pandrevome — Δεν Παντρεύομαι Studio album by Nikos Karvelas Released 1985 … Wikipedia
γαμώ — ( άω και έω) (AM γαμῶ, έω) ωθώ το πέος μέσα στο γυναικείο αιδοίο, τον πρωκτό ή άλλη κοιλότητα του σώματος νεοελλ. φρ. 1. γαμώ ή «θα σού γαμήσω τον, την...» βρισιά, βλαστήμια ή απειλή, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και θίγει τον ίδιο, μέλος τού … Dictionary of Greek
επιγαμώ — ἐπιγαμῶ, έω (AM) παντρεύομαι για δεύτερη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γαμέω, ώ «παντρεύομαι»] … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
μονογαμώ — μονογαμῶ, έω (ΑΜ) [μονόγαμος] παντρεύομαι μία μόνο φορά ή παντρεύομαι μία μόνο γυναίκα ή έναν μόνο άνδρα … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek
νυμφεύω — (ΑΜ νυμφεύω) [νύμφη] 1. δίνω κάποιον σε γάμο, παντρεύω ή μνηστεύω κάποιον 2. μέσ. νυμφεύομαι (για άνδρα ή γυναίκα) έρχομαι σε γάμο με κάποιον, παντρεύομαι νεοελλ. (για ιερέα, για δήμαρχο ή κοινοτάρχη) ενώνω ένα ζευγάρι με γάμο αρχ. 1. μέσ. (για… … Dictionary of Greek
οπυάζομαι — ὀπυάζομαι (Α) (αμφβλ. ποιητ. τ.) (για γυναίκα) παντρεύομαι, έρχομαι σε γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπνίω / ὀπύω «παντρεύομαι», κατά τα ρ. σε άζω] … Dictionary of Greek
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek